- αστρολογία
- ηεπιστήμη που μαντεύει τα μελλοντικά με την παρατήρηση των άστρων: Η αστρολογία βοήθησε στην ανάπτυξη της αστρονομίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀστρολογία — ἀστρολογίᾱ , ἀστρολογία astronomy fem nom/voc/acc dual ἀστρολογίᾱ , ἀστρολογία astronomy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογίᾳ — ἀστρολογίαι , ἀστρολογία astronomy fem nom/voc pl ἀστρολογίᾱͅ , ἀστρολογία astronomy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστρολογία — Παρατήρηση των άστρων για την πρόβλεψη του μέλλοντος, σύμφωνα με την πίστη ότι αυτά το καθορίζουν. Η α. γεννήθηκε στη Μεσοποταμία τη 2η χιλιετία π.Χ. ως θρησκευτική τέχνη, ένας τρόπος να έρθει κανείς σε επαφή με τους θεούς που ταυτίζονται με τα… … Dictionary of Greek
ἀστρολογίας — ἀστρολογίᾱς , ἀστρολογία astronomy fem acc pl ἀστρολογίᾱς , ἀστρολογία astronomy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογίαν — ἀστρολογίᾱν , ἀστρολογία astronomy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογίαις — ἀστρολογία astronomy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογίην — ἀστρολογία astronomy fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογίης — ἀστρολογία astronomy fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογίῃ — ἀστρολογία astronomy fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… … Dictionary of Greek